- βουτυράς
- ο1. ο βουτυροποιός.2. ο βουτυροπώλης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Βουτυράς, Δημοσθένης — (Κωνσταντινούπολη 1871 – Αθήνα 1958). Διηγηματογράφος, από τους σημαντικότερους της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οι γονείς του κατάγονταν από την Κέα· βρέθηκαν για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε και ο συγγραφέας, και μετά γύρισαν στην… … Dictionary of Greek
βουτυράς — ο αυτός που παρασκευάζει ή πουλά βούτυρο … Dictionary of Greek
Βουτυράς ή Βουτυρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από το Απόκουρο της Ναυπακτίας. 1. Αντώνιος. Πολέμησε με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και διακρίθηκε σε πολλές επιχειρήσεις. Σκοτώθηκε το 1828 πολεμώντας στα Τριζόνια, με τον βαθμό του στρατηγού. 2. Βασίλειος. Πολέμησε με… … Dictionary of Greek
Βουτυράς, Σταύρος — (Τσεγγέλκιοϊ, Βόσπορος 1841 – 1923). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στην Κωνσταντινούπολη. Δίδαξε σε διάφορα σχολεία στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης και παράλληλα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη… … Dictionary of Greek
καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… … Dictionary of Greek
βουτυράδικο — το εργαστήριο όπου παρασκευάζεται ή κατάστημα όπου πουλιέται βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυράδες (πληθ. του ουσ. βουτυράς) + (κατάλ.) ικο (πρβλ. γαλατάδικο)] … Dictionary of Greek
βουτυροκόμος — ο ο βουτυροποιός, ο βουτυράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτυροποιός — ο ο βουτυροκόμος, ο βουτυράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)